- συνελεύσεως
- συνελεύσεω̆ς , συνέλευσιςcoming togetherfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… … Pierer's Universal-Lexikon
Григорий (Папатеодору) — Епископ Григорий Επίσκοπος Γρηγόριος Епископ Мефонский (Метонский) Церковь: Элладская православная церковь … Википедия
αλίασμα — ἁλίασμα, το (Α) ψήφισμα, δόγμα τής συνελεύσεως, τής «αλίας» ή συνεδρία, σύνοδος τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] … Dictionary of Greek
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
είρη — εἴρη και εἰρέα, η (Α) αγορά, εκκλησία, τόπος συνελεύσεως … Dictionary of Greek
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
εκκλησιαστήριο — το (AM ἐκκλησιαστήριον) τόπος συνελεύσεως τού λαού νεοελλ. εκκλησία, ναός … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek
ζαχαροποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής ζάχαρης, σακχαροποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά τής συνελεύσεως τού βασιλικού ζαχαροποιείου στο Καινούριο τής Λοκρίδας] … Dictionary of Greek